- πρηδών
- -όνος, ἡ, Α1. φλεγμονή, πρήξιμο2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- τού πίμ-πρη-μι* + επίθημα -δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε-δών, σπα-δών)].
Dictionary of Greek. 2013.